νεαρόπαστος

νεαρόπαστος
νεαρόπαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει παστωθεί πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + παστός (< πάσσω «αλατίζω») πρβλ. αλί-παστος, χρυσό-παστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”